- συνθηματικως
- συνθηματικῶςσυν-θημᾰτικῶςусловными знаками, шифром
ἐπιστολαὴ σ. γεγραμμέναι Polyb. — шифрованные письма
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἐπιστολαὴ σ. γεγραμμέναι Polyb. — шифрованные письма
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
συνθηματικώς — συνθηματικῶς ΝΜΑ, και συνθηματικά Ν βλ. συνθηματικός … Dictionary of Greek
συνθηματικῶς — συνθηματικός by preconcerted signs adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνθηματικός — ή, ό / συνθηματικός, ή, όν, ΝΜΑ [σύνθημα, ατος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σύνθημα 2. αυτός που περιέχει ή εκφράζει ένα σύνθημα, ένα σημείο συμφωνημένο εκ τών προτέρων, συμβολικός (α. «συνθηματικές γλώσσες» [γλωσσ.] ιδιώματα που… … Dictionary of Greek
κολαούζος — (I) ο ζωολ. κοινή ονομασία τού είδους Echeneis naucrates, τού γένους εχηνηίς. (II) (Μ) και κολαούζης, ο 1. αυτός που δείχνει τον δρόμο προς κάποιο τόπο, πρωτοπόρος, οδηγός («χωριό που φαίνεται κολαούζο δεν θέλει») 2. έμπειρος σύμβουλος,… … Dictionary of Greek